Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαράδεκτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαράδεκτα [apará∂ekta] adv (L) (& D απαράδεχτα)
  • unacceptably:
    • ~ χυδαίο αστειάκι |
    • ~ χαμηλό επίπεδο υγείας |
    • ~ αντιδημοκρατικό σύνταγμα |
    • καταλήγανε σε συμπεράσματα απαράδεχτα αξιωματικά (Andronikos)

[der of απαράδεκτος; cf kath απαραδέκτως ← PatrG (5th & 10th c.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go