Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαξίωση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαξίωση [apaksíosi] η, (L)
  • reduction of value, making or considering sth unworthy or worthless, devaluation, depreciation (ant καταξίωση):
    • ~ των ηθικών αξιών, του ανθρώπου, του λαού, του πνεύματος |
    • να μη προχωρήσομε σε ~ αλλά σε μεταξίωση της πνευματικής κληρονομιάς του τόπου μας (Theodorakop) |
    • η χριστιανική βιοθεωρία προσέφερε την ~ της εξωτερικής ομορφιάς (Pallas, adapted)

[fr kath απαξίωσις ← K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go