Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανώρουχο [apanóruxo] το, (& πανώρουχο)
- cloak, overcoat (syn απανωσκούτι, πανωφόρι):
- poem καλοπλυμένο η μια πανώρουχο κρατούσε και χιτώνα (Homer Od 13.67 Kaz-Kakr) |
- .. φορώντας ένα ~ στο ξετσίπωτο άγαλμα κλ (Kotsiras)
[cpd w. ρούχο]
- cloak, overcoat (syn απανωσκούτι, πανωφόρι):



