Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανώγραμμα [apanóγrama] το, (& πανώγραμμα)
- ① address written on envelopes of letters etc (syn διεύθυνση, σύσταση):
- σε κάθε αντίσκηνο πετούσε καναδυό γράμματα φωνάζοντας δυνατά το πανώγραμμα (Myriv)
- ② inscription (syn απανωγραφή, επιγραφή):
- poem βαριά τους σκέπασε της ιστορίας η πλάκα | με το πανώγραμμα κι αυτό μισοσβησμένο |
- | εδώ θαμμένη κείτεται κλ (Rotas)
[cpd w. γράμμα]
- ① address written on envelopes of letters etc (syn διεύθυνση, σύσταση):



