Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απανωπροίκι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απανωπροίκι [apanopríci] το, (& πανωπροίκι)
  • addition to the dowry, supplementary dowry (syn αντιπροίκι 2):
    • δεν υπάρχει πια ο βάρβαρος θεσμός της προίκας και του απανωπροικιού; (Athanasiadis-N) |
    • folks. χρόνους της κάμνουν τα προικιά, χρόνους τα πανωπροίκια (NPolitis)

[fr MG *επανωπροίκιον, cpd w. K προικίον; cf ἀντιπροίκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go