Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωπροίκι [apanopríci] το, (& πανωπροίκι)
- addition to the dowry, supplementary dowry (syn αντιπροίκι 2):
- δεν υπάρχει πια ο βάρβαρος θεσμός της προίκας και του απανωπροικιού; (Athanasiadis-N) |
- folks. χρόνους της κάμνουν τα προικιά, χρόνους τα πανωπροίκια (NPolitis)
[fr MG *επανωπροίκιον, cpd w. K προικίον; cf ἀντιπροίκι]
- addition to the dowry, supplementary dowry (syn αντιπροίκι 2):



