Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απανωκόρμι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απανωκόρμι [apanokórmi] το, (πανωκόρμι & Floros επανωκόρμι)
  • ① part of human body above the waist, upper torso, upper trunk, bust (syn μπούστος):
    • γυμνό, σκεπασμένο επανωκόρμι |
    • κουνάει ρυθμικά το κεφάλι και το ~ (Kazantz) |
    • τέντωσε το πανωκόρμι του και ανάσανε βαθιά (KPolitis) |
    • ό,τι υπάρχει στα ερείπια τούτα είναι κομμάτι από το επανωκόρμι και το μερί του αγάλματος (Floros)
  • ② women's garment covering the upper part of the body, blouse:
    • φορούσε πανωκόρμι από βελούδο και μεταξωτό φουστάνι (Chourmouziadis)

[cpd fr απάνω κορμί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go