Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απανωβελονιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απανωβελονιά [apanovelonjá] η, (& πανωβελονιά)
  • ① overcast stitch, whipstitch, whipping:
    • βιβλιοδεσία με ~ |
    • ένωσε τα κομμάτια του υφάσματος με ~
  • ② silk embroidery on top of another embroidery

[cpd w. βελονιά; cf πισωβελονιά, σταυροβελονιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες