Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απανωβάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απανωβάνω [apanováno] &, ανωβάνω, ipf απανώβανα, aor απανώβαλα (subj απανωβάλω)
  • ① add on to (syn L προσθέτω):
    • καθώς περπατούσε ο λόγος, δεν έμεινε άνθρωπος που να μην του πανωβάλει και κάτι (Panagiotop) |
    • poem το πλουμιστό σκουτάρι τού 'στρωσε μ' εφτά τομάρια ταύρων | καλοθρεμμένων, κι απανώβαλε χαλκένια ακόμα στρώση (Homer Il 7.223 Kaz-Kakr)
  • ② increase, raise, inflate (syn απανωγράφω 2):
    • ο μπακάλης πανωβάνει το λογαριασμό στο δεφτέρι
  • ⓐ make a or the high offer, bid high (syn L πλειοδοτώ):
    • πανωβάλαμε και αγοράσαμε το σπίτι

[fr postmed απανωβάνω/επανωβάνω, cpd w. βάνω/βάλλω; cf Crete απανωβάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες