Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απανταχού
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
απανταχού [apandaxú] adv (L)
  • all over, everywhere (syn παντού):
    • ~ της υφηλίου |
    • οι ~ διασκορπισμένοι Έλληνες |
    • ήταν πολύτιμο και ευεργετικό για όλους τους δημοκράτες, τους ~ της γης (Psathas) |
    • η χριστιανική φιλοσοφία διαπνέεται ~ από το υπερβατικό ύφος του υψηλού της φρονήματος (Michelis)

[fr kath απανταχού ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανταχούσα [apandaxúsa] η, (L)
  • letter sent by a high church official (prelate, patriarch) to members of his flock everywhere, pastoral, encyclical (syn πανταχούσα):
    • το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε να εκδώσει ειδική ~ για να εμποδίσει τη διάδοση του εντύπου (Vranousis) |
    • έστειλε μιαν ~ (Hatzidakis) |
    • έστειλε να φέρουν τους γουμένους από τα μοναστήρια για ν' αμολήσουν μιαν ~ να καταδικάζουν το επαναστατημένο ποίμνιο (Prevelakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απανταχούσα ← MG (eccl) η απανταχού (sc στελλομένη επιστολή), extended w. suff -ούσα by anal. influence of η παρούσα (sc επιστολή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go