Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαλό
33 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαλό [apaló] το, anat
  • space covered by membrane between the bones of the young skull, soft spot, fontanel:
    • είναι πολύ μωρό ακόμη, δεν έχει κλείσει το ~ του

[fr MG το απαλόν, substantiv. n of απαλός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαλο- [apalo] & απαλό- [apaló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & απαλ- [apal], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το επίθετο απαλός ως α' συνθετικό: 1α. σε προσδιοριστικά σύνθετα· (βλ. απαλός2): ~γέρνω· απαλόπνοος· απαλόφωτο. || ~ζώ. β. σε κτητικά σύνθετα επίθετα: απαλόδερμος, απαλόσαρκος, απαλότριχος, απαλόχρωμος. 2. (επιστ.) σε ονόματα φυτών ή ζώων: τα απαλόδερμα, απαλόστρακος.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἁπαλ(ο)- θ. του επιθ. ἁπαλό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἁπαλό-σαρκος, μσν. απαλό-βιος `που ζει μαλθακά΄ & λόγ. μτφρδ.: απαλ-όστρακο < αγγλ. soft-shell]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλο- [apalo] 1st me of cpds
  • ① nouns and adjs soft, smooth, tender, gentle:
    • απαλοθρόισμα, απαλοκρέβατο, απαλόλογο, απαλόυπνος, απαλοφύσημα, απαλοχάιδεμα, απαλόδερμος, απαλόφωνος, απαλόφωτος, απαλόχορδος etc
  • ② verbs and adjs softly, lightly, tenderly:
    • απαλογνέφω, απαλογραμμένος, απαλογύριστος, απαλοζώ, απαλοζωγράφιστος, απαλοζώνω, απαλοκέντητος, απαλοπαίζω, απαλόπαιχτος, απαλοπερπάτητος, απαλοσέρνω, απαλοσκέπαστος, απαλόσυρτος, απαλοτάξιδος, απαλοτρέμω, απαλοφέρνω, απαλοφιλώ, απαλόχυτος etc

[fr the combin. form απαλο- of adj απαλός & of adv απαλά]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλογέρνω [apaloyérno] ipf απαλόγερνα, aor απαλόγειρα (subj απαλογείρω)
  • bend or lean slightly:
    • εκεί που κάθονταν απαλόγειρε κι αποκοιμήθηκε |
    • αβροδίαιτη κυρία που απαλογέρνει τη μέση της κατά το λαό από κενοδοξία (Theodorakop)

[cpd w. γέρνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλόγερτος, -η, -ο [apalóyertos]
  • slightly inclined, gently sloped (ant απότομος):
    • η Nαζαρέτ ξαπλωνόταν ράθυμα στην απαλόγερτη πλαγιά του βουνού της (Petimezas-L) |
    • τη βλέπετε εκείνη εκεί την πλαγιά, την απαλόγερτη; (Petsalis)

[cpd w. γερτός; cf μισόγερτος, ολόγερτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλόγραμμος, -η, -ο [apalóγramos]
  • lacking sharp edges, softly contoured:
    • απαλόγραμμη πόλη, απαλόγραμμα βουνά |
    • το βοριαδάκι κυμάτωνε τα νερά με απαλόγραμμες ραβδώσεις πότε γαλάζια, πότε μαβιά (TAthanasiadis) |
    • πολύ σύντομα νοιώθεις πως δε βρίσκεσαι πια στο Aιγαίο, στα νησάκια του τ' απαλόγραμμα και στις φτωχικές εκκλησιές τους (Panagiotop)

[cpd w. combin form -γραμμος (: γραμμή); cf ευθύγραμμος, καλλίγραμμος etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλόηχος, -η, -ο [apalóixos]
  • making soft sounds, gently sounding, soft:
    • απαλόηχο τραγούδι |
    • εμποδίζει ν' αντιληφθούμε την πολυποίκιλη ετερογένεια των πραγμάτων (να 'ναι |
    • φωτεινά, σκοτεινά, σκληρά, απαλόηχα, πυκνά κλ) (Dizikirikis) |
    • poem το φως, μουσική απαλόηχη, | γλιστρά μέσα κι απάνω στα φύλλα (Karelli)

[cpd w. ήχος; cf εύηχος, κακόηχος, πολύηχος etc]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαλοιφή η [apalifí] Ο29 : (λόγ.) απάλειψη. || (μαθημ.) ~ παρανομαστών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαλοιφή `απάλειψη΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλοιφή [apalifí] η, (L) math
  • procedure whereby a quantity is made to disappear fr an equation, elimination:
    • ~ αγνώστων, μεταβλητών |
    • πηλίκα απαλοιφής |
    • ~ των παρονομαστών εξισώσεως clearing an equation of fractions

[fr kath απαλοιφή ← PatrG, K]

[Λεξικό Κριαρά]
απαλόν το· απαλό.
  • Το μπροστινό μέρος του κρανίου, το βρέγμα:
    • (Αιν. άσμ. 88
    • εις τ’ απαλό τον ηύρηκε (ενν. η πέτρα), απάνου στο κεφάλι (Zήνου, Bατραχ. 376).

[ουδ. του επιθ. απαλός ως ουσ. Για παλαιότ. μνείες βλ. Τσουδερός 1969: 94, Αιν. άσμ. 88. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Bλάχ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες