Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαλοσύνη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαλοσύνη η [apalosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) απαλότητα.

[απαλ(ός) -οσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλοσύνη [apalosíni] η,
  • ① softness, smoothness (syn απαλάδα, απαλότητα 1, ant σκληράδα):
    • η ~ του κορμιού, του μάγουλου, του τοπίου |
    • χωρίς να τολμώ να το ομολογήσω, ένοιωθα την ~ του κόρφου της στο μάγουλό μου (Myriv) |
    • βλέπουμε μια μετατόπιση από την αγριάδα του ορεινού πολιτισμού στην ~ του νησιώτικου (Dimaras)
  • ② gentleness, tenderness (syn αβρότητα 1, απαλότητα 2α, τρυφερότητα):
    • μητρική ~ |
    • το μωρό ενθουσιάζει με την ~ του που τόσο ωραία ύμνησε ο Παλαμάς (Saratsis) |
    • τραγουδεί την άρρητη τρυφερότητα και τη θεραπευτική ~ του βραδιού πάνω σε κάθε ταραγμένη ψυχή (Karantonis) |
    • poem μήτε γυναίκας αγκαλιά μπορεί μήτε και γύπνου χνούδι | να παραβγεί την τρυφεράδα σου και την ~! (Kazantz Od 22.680)

[fr postmed (Somavera) απαλοσύνη, der of απαλός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go