Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαλαίνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαλαίνω [apaléno] -ομαι Ρ7.4 : 1.κάνω κτ. απαλό, μαλακό, τρυφερό: Aυτή η κρέμα απαλαίνει το δέρμα. || Yπάρχουν καραμέλες που απαλαίνουν το λαιμό, μαλακώνουν. 2. (μτφ.) μετριάζω την ένταση ενός πράγματος: Ο χρόνος απαλαίνει κάθε πόνο, απαλύνει. Aπαλαίνονται οι αντιθέσεις, απαλύνονται. Tο φως απαλαίνει τα χρώματα και μακραίνει τους ίσκιους, τα κάνει λιγότερο ζωηρά και έντονα.

[αρχ. ἁπαλ(ύνω) μεταπλ. -αίνω ή απαλ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
απαλαίνω· απαλύνω· ’παλύνω.
  • Α´ (Mτβ.) κάνω κ. απαλό, μαλακό·
    • (προκ. για συναίσθημα) μετριάζω την ένταση:
      • την οργήν του ουρανού μερώνει κι απαλαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1138]
    • (προκ. για ψυχική διάθεση):
      • την όρεξή της τη σκληρή λιγάκι ν’ απαλύνει (Kατζ. B´ 396).
  • Β´ (Aμτβ.) χάνω από την έντασή μου, γίνομαι ήπιος:
    • το δυνατό απαλαίνει, όλα μερώνουν (Eρωτόκρ. Δ´ 167
    • (προκ. για ψυχική διάθεση):
      • μπορεί να τσ’ απαλύνει η όρεξη και προς εσέ να κάμει ελεημοσύνη (Πανώρ. A´ 141).

[<αρχ. απαλύνω (και σήμ.). H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλαίνω [apaléno] (sp. also απαλένω) ipf απάλαινα, aor απάλυνα_(subj απαλύνω), D & poet
  • ① trans make soft, soften (syn απαλύνω 1, μαλακώνω):
    • ~ το ψωμί στο νερό
  • ⓐ intr become soft, soften:
    • με τη βροχή θα απαλύνουν τα χωράφια |
    • poem τα νύχια ξόμπλια εγίναν άνεργα, τα κέρατα απαλύναν | και κρέμουνται κλ (Kazantz Od 23.544)
  • ② reduce the intensity of, tone down, subdue, soften (syn απαλύνω 1b):
    • ~ το φως |
    • ο ουρανός, που ήταν αλαφρά συννεφιασμένος, απάλαινε τη φωτεινή ανταύγεια των απέραντων εκείνων λευκοκίτρινων επιφανειών (Ouranis)
  • ③ trans make less harsh or sharp, smooth (syn απαλύνω 2α):
    • τη βιβλική φυσιογνωμία του νησιού απαλαίνουν μερικές ωραίες αμμουδιές (Varelas) |
    • παντού πλατάνια, ροδοδάφνες, χαμόδεντρα κι αγριολούλουδα αγωνίζονται ν' απαλύνουν την αγριάδα του φαραγγιού (Ouranis)
  • ⓑ intr become less harsh or sharp, become smooth:
    • poem στο μικρό, το διαμαντένιο φως σου, ήλιε της αγάπης, | οι πρώτες μας ρυτίδες απαλαίνουν (Theodorou)
  • ④ mollify, temper (syn απαλύνω 3α):
    • τα έργα της φαντασίας μάς συγκινούν απαλαίνοντάς μας, μας έρχεται να κλάψουμε και να λιώσουμε (Palam)
  • ⑤ alleviate, ease (syn απαλύνω 4α):
    • να ήξερα πως θα την απάλαιναν τη μελαγχολία σου οι γραμμές μου αυτές και θα την έκαναν να ροδογελάσει (Palam) |
    • ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές, αυξάνει τη λησμονιά, απαλαίνει τον πόνο κλ (Karantonis, adapted)

[fr postmed απαλαίνω ← MG απαλαίνω bes απαλύνω (Kriaras, s.v. απαλαίνω) ← PatrG, K (LXX) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες