Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαιτητικά [apetitiká] adv (L)
- demandingly, insistently (syn phr με απαιτήσεις):
- η επιστημονική σκέψη σήμερα ακόμη πιο ~ θέλει μια γλώσσα πιο σίγουρη, πιο σωστή κλ (Argyriou) |
- πόσο μπορείς να παίζεις με τα πράγματα όταν κάθε στιγμή ξεπετιέται ~ η ανάγκη του λόγου; (Angelou) |
- το αντιλογικό τούτο κομμάτι του ανθρώπινου εγώ δεν παύει να προβάλλει ~ και επίμονα (Andronikos)
[der of απαιτητικός2]
- demandingly, insistently (syn phr με απαιτήσεις):



