Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαισιότητα [apesiótita] η, (L)
- dreadfulness, grimness:
- η πορτογαλική ταυρομαχία δεν έχει την αιματηρή αγριότητα, τη μεγαλόπρεπη ~, αλλ' ούτε και το πάθος της ισπανικής (Thrylos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιότης]
- dreadfulness, grimness:



