Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαισιόδοξα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιόδοξα [apesió∂oksa] adv (L)
  • pessimistically (syn phr με απαισιοδοξία, ant αισιόδοξα):
    • όταν λέω ότι όλα είναι χίμαιρα δεν σκέφτομαι ~, δεν πρεσβεύω την απελπισία (Ouranis) |
    • ο ποιητής ~ βλέπει τη ζωή σαν πτώση και κάθε προσπάθεια για την ανασύνθεσή της μάταιη (Spandonidis)

[der of απαισιόδοξος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go