Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαισιοδοξώ [apesio∂oksó] απαισιοδοξείς, ipf απαισιοδοξούσα (L)
- be pessimistic (ant αισιοδοξώ):
- είναι πάντοτε χαρούμενος και ποτέ δεν απαισιοδοξεί
[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιοδοξώ, der of kath απαισιόδοξος]
- be pessimistic (ant αισιοδοξώ):