Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθανάτισμα [apaθanátizma] το, (& αποθανάτισμα) = απαθανάτιση η
- :
- στο "Φαίδωνα" του Πλάτωνος συναντάμε το δόξασμα και ~ του θανάτου (Theodorakop)
[der of απαθανατίζω]



