Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαθές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαθές [apaθés] το, (L)
  • impassivity, impassiveness, apathy (syn απάθεια 1):
    • poem τον καταπλήσσει τούτων των χώρων το ~ (Papatsonis)

[fr kath το απαθές, substantiv. n of απαθής2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαθέστατα s. απαθώς.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες