Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαζάρευτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαζάρευτα [apazárefta] adv
  • without bargaining:
    • το ψώνισες ~ και πλήρωσες πολλά

[der of απαζάρευτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες