Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγχόνιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαγχόνιση [apaŋxónisi] η, gen απαγχόνισης & απαγχονίσεως (L)
  • hanging (of a person) (syn απαγχονισμός, κρέμασμα, φούρκισμα)

[fr kath αγχόνισις ← PatrG ἀπαγχόνισις (Theod. Stud.), der of K ἀπαγχονίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες