Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγχόνιση [apaŋxónisi] η, gen απαγχόνισης & απαγχονίσεως (L)
- hanging (of a person) (syn απαγχονισμός, κρέμασμα, φούρκισμα)
[fr kath αγχόνισις ← PatrG ἀπαγχόνισις (Theod. Stud.), der of K ἀπαγχονίζω]



