Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγχονισμένος, -η, -ο [apaŋxonizménos] (L)
- hanged (syn κρεμασμένος, φουρκισμένος):
- ~ βρέθηκε στο σπίτι του συνταξιούχος |
- από τους τοίχους σαν απαγχονισμένες μεγαλειότητες αλληθωρίζουν τα πορτραίτα των Xοεντσόλλερν (Athanasiadis-N) |
- poem μη λυπηθείς με τις φωνές που κρέμονται απ' το ταβάνι απαγχονισμένες | κι από το ρόγχο της αγάπης στα γυμνά πατώματα (Laina)
[ppp of απαγχονίζω; cf kath απηγχονισμένος]
- hanged (syn κρεμασμένος, φουρκισμένος):



