Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγορευτικός -ή -ό [apaγoreftikós] Ε1 : 1.που απαγορεύει, που εμποδίζει να γίνει κτ.: Aπαγορευτικοί νόμοι. Aπαγορευτικές διατάξεις. Aπαγορευτική πινακίδα. || (γραμμ.) Aπογορευτικά μόρια. || Aπαγορευτικοί δασμοί, πολύ υψηλοί δασμοί που απαγορεύουν την εισαγωγή ενός προϊόντος. 2. (οικ.) για κτ. το οποίο είναι πάνω από τις δυνατότητές μας: Aπαγορευτική τιμή, τόσο υψηλή, ώστε δε μας επιτρέπει την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγορευτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευτικός, -ή, -ό [αpaγoreftikós] (L)
- ① prohibitive, negating:
- gramm απαγορευτικά μόρια negative particles (such as δεν, μη, μηδέ, ουδέ, ούτε)
- ② prohibitive, forbidding (ant προτρεπτικός):
- σημάδι απαγορευτικό για τη βοσκή |
- κανονισμός ~ για το κάπνισμα |
- απαγορευτικές επιγραφές |
- η απαγορευτική επιγραφή |
- "μη εγγίζετε" |
- απαγορευτικές πινακίδες καρφωμένες σε σημεία της ακτής |
- απαγορευτική διαταγή |
- απαγορευτική διάταξη του κώδικα |
- απαγορευτικές διατάξεις κατά του χασισιού (IPetrop) |
- ~ νόμος για αμβλώσεις |
- απαγορευτικοί θεσμοί |
- απαγορευτική ρήτρα prohibitive clause |
- διάφορα ασκούν απαγορευτική επίδραση στη στερεοποίηση ενός προσώπου (Panagiotop) |
- υπάρχουν και αρκετοί δεισιδαιμονικοί απαγορευτικοί κανόνες (Nilsson, transl of Kakridis) |
- τα άρματα αδρανούσαν, γιατί τα είχαν απομονώσει τ' απαγορευτικά μας πυρά (TAthanasiadis) |
- ο οδηγός σταμάτησε στο απαγορευτικό φως φωτεινού σηματοδότη |
- τ' απαγορευτικά δικαιώματα του αρχηγού της οικογενείας |
- απαγορευτικές συνθήκες forbidding circumstances |
- η καθοδήγηση των μεγαλυτέρων μας είναι στο κεφάλαιο της αγωγής περισσότερο απαγορευτική παρά προτρεπτική |
- "αυτό δεν επιτρέπεται" (Papanoutsos) |
- η παράδοση ποτέ δεν στάθηκε απαγορευτική για τους γνήσιους δημιουργούς που έχουν την ικανότητα να την υπερβούν (Thrylos)
- ③ too high, excessive, prohibitive (near-syn υπερβολικός):
- απαγορευτική τιμή prohibitive price |
- το κόστος είναι απαγορευτικό |
- οι δασμοί των εισαγομένων ειδών είναι απαγορευτικοί (near-syn προστατευτικοί υπέρ του κράτους) |
- η δαπάνη για να καταργηθεί ο αναλφαβητισμός δεν είναι απαγορευτική
[fr kath απαγορευτικός ← K]
- ① prohibitive, negating:



