Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγορευμένο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαγορευμένο [αpaγorevméno] το, (L)
  • sth forbidden, prohibited:
    • ήτανε μάταιη κάθε της προσπάθεια ν' αντισταθεί στη γοητεία του απαγορευμένου, αφού το ~ ήταν ο Kίτσος (TAthanasiadis) |
    • βλέπω το σεμνότυφο Aθηναίο ζωντανότατο εμπρός μου, σύμβολο των παλιών αντιλήψεων περί απαγορευμένου που στηρίζουν την πατριαρχική ηθική (Floros) |
    • όταν έχω διάθεση να φάγω αβγά, ωμά ή σοκολάτες ή να καπνίσω, γιατί να μη μεταφερθώ νοερά στην προηγούμενη ή μελλούμενη εποχή που τα σήμερα απαγορευμένα τα θεώρησε ή θα τα θεωρήσει ιδανική τροφή; (Thrylos)

[substantiv. n. of απαγορευμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγορευμένος1 [αpaγorevménos] ο, law
  • person found mentally incompetent to manage his affairs and legally prohibited fr so doing:
    • ο ~ είναι ανίκανος για δικαιοπραξία, αφότου δημοσιευτεί η απόφαση (Christidis AK) |
    • αφότου γίνει τελεσίδικη η απόφαση για την απαγόρεψη, ο ~ επιτροπεύεται (ib) |
    • ο ~ έχει την κατοικία του επιτρόπου του (ib)

[substantiv. m of απαγορευμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγορευμένος2, -η, -ο [αpaγorevménos] (& απαγορεμένος)
  • impermissible, prohibited, off-limits, out of bounds, close or closed, taboo (syn ανεπίτρεπτος, ant L επιτρεπόμενος):
    • έκανα κάτι απαγορευμένο |
    • κάτι κρυφό κι απαγορευμένο |
    • απαγορευμένη αλιεία illegal fishing |
    • απαγορευμένη αλιεία με φλόμο |
    • απαγορευμένη εποχή close season (or time) |
    • κυνηγώ σε απαγορευμένη εποχή shoot in close time (syn phr είμαι λαθροθήρας) |
    • το απαγορεμένο αγαθό |
    • μήλο από το απαγορευμένο δέντρο (Kazantz) |
    • οι κοπέλες του θιάσου εμφανίζονται όπως η Eύα στον Παράδεισο, πριν γευτεί τον απαγορευμένο καρπό (KParaschos) |
    • παραβιάσατε τους απαγορευμένους χώρους (Palaiologos) |
    • απαγορευμένη ζώνη prohibited area |
    • κάθε πεδίο κρατικής δραστηριότητας κηρύσσονταν, για τη δημοτική, ζώνη απαγορευμένη (Peponis) |
    • απαγορευμένη περιοχή reserved area, reservation |
    • μερικές περιοχές όρισε το κράτος ως περιοχές απαγορεμένες για τους άσπρους (Venezis) |
    • forestry περιοχή απαγορευμένης υλοτομίας preserve |
    • η περιφέρεια ήταν αυστηρά απαγορευμένη |
    • απαγορευμένη πόλη |
    • ~ λιμένας closed port (syn κλειστός λιμένας) |
    • αναπολεί θύμησες κρυφές κι απαγορεμένες (KPolitis) |
    • ~ ύπνος και απαγορευμένη ξεκούραση (Myriv) |
    • απαγορευμένη θρησκεία religio illicita (Stasinop) |
    • τα ελευσίνια μυστήρια, αν και απαγορευμένα από το 365, εξακολουθούσαν να τελούνται (id.) |
    • οι απαγορευμένες επιστήμες (η αστρολογία και η μαγεία) (Tatakis) |
    • ο ~ μύθος |
    • οι απαγορευμένες λέξεις |
    • απαγορευμένο βιβλίο prohibited book |
    • πωλητής απαγορευμένων βιβλίων booklegger |
    • κρυφοχαιρόταν το απαγορευμένο θέαμα |
    • ένα θέμα απαγορευμένο a taboo subject |
    • ο δεσμός με την Όλγα, τόσο κανονικός, χωρίς καν τη γοητεία του απαγορευμένου έρωτα (Theotokas) |
    • κάποιο τραγούδι ανάρμοστο για παιδιά ή απαγορευμένο απ' την αστυνομία (Tachtsis) |
    • πράξεις κακές και απαγορευμένες (Papanoutsos) |
    • ένας κλειστός κι ~ παράδεισος (Koumantareas) |
    • απαγορευμένο παιγνίδι forbidden game, απαγορευμένα παιχνίδια |
    • είχαμε απαγορευμένα είδη μαζί μας |
    • η φαντασία είναι στα σχολεία απαγορευμένο είδος (Theodorakop) |
    • πράγματα πριν από λίγα χρόνια ακόμα απαγορευμένα διά θανάτου (Athanasiadis-N) |
    • απαγορευμένες εκρηκτικές ύλες |
    • μια απαγορευμένη απόλαυση |
    • μια μεγάλη ηδονή απαγορευμένη |
    • το μεθύσι γινόταν μια απαγορευμένη υπόθεση (Panagiotop) |
    • poem θα τον συναντούσα ίσως | σε μια παράνομη διαδήλωση | ή σε μια συγκέντρωση απαγορευμένη (KKarachalios)

[ppp of απαγορεύω; cf kath απηγορευμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες