Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαγκιστρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγκιστρώνω [apangistróno] -ομαι Ρ1 : 1.απαλλάσσω κπ. από στενή και ανεπιθύμητη εξάρτηση ή σχέση: Δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν. 2. (παθ., στρατ.) κάνω ελιγμό για να αποφύγω τον αποκλεισμό μου από τον εχθρό.

[λόγ. απ(ο)- αγκιστρ(ώ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγκιστρώνω [αpaŋɟistróno] aor απαγκίστρωσα (subj απαγκιστρώσω), mediop απαγκιστρώνομαι, aor απαγκιστρώθηκα
  • ① unhook (syn ξαγκιστρώνω)
  • ② fig, millit etc disengage, extricate:
    • οι στρατιωτικοί ηγέτες κατάφεραν ν' απαγκιστρώσουν τα στρατιωτικά τμήματα |
    • από την εκστρατεία δεν μπορούσε πια να απαγκιστρωθεί |
    • ο νικητής στρατός αποσύρθηκε, απαγκιστρώθηκε (Terzakis, adapted) |
    • τα υπολείμματα είχαν γαντζωθεί τώρα στα μισά του δρόμου και περίμεναν ενισχύσεις, για ν' απαγκιστρωθούν (ChZalokostas)
  • ⓐ extricated, free, rid of sth, (mi) get rid of, be rid of, free o.s. of, be free of (syn fig απελευθερώνομαι):
    • μας απαγκιστρώνει από τη δέσμευση στο καθημερινό και το αυτονόητο (Georgoulis) |
    • ας απαγκιστρώσομε το ζήτημα από κάθε ηθική συσχέτιση και δογματικήν αναφορά (Papanoutsos) |
    • πρέπει να βρεθούν τρόποι ν' απαγκιστρωθούμε από αυτή την ανυπόφορη κατάσταση |
    • η αστροναυτική κατόρθωσε ν' απαγκιστρωθεί από τη βαρύτητα (Panagiotop) |
    • κάποτε θ' απαγκιστρωθούν από την δολιότητα των ξένων |
    • η ευθύνη για το μέλλον δεν έχει ακόμη απαγκιστρωθεί από τις γενεές που φεύγουν (Louros) |
    • θα ευχόταν κανείς να υπήρχε μια παρότρυνση τμήματα ναυτιλιακών γραφείων να απαγκιστρωνόταν από τον Πειραιά, για να λειτουργήσουν σ' επαρχιακές πόλεις (DPolemis, adapted) |
    • απαγκιστρώθηκα από τον κρατικό οργανισμό (Papanoutsos) |
    • σκληρή πάλη έκανα, για ν' απαγκιστρωθώ από τα πολλά διαβάσματα, πριν στρωθώ στο γράψιμο (Petsalis) |
    • υπάρχουν καθαρολόγοι που δεν έχουν απαγκιστρωθεί από τη γλώσσα της μάνας τους |
    • το δύσκολο είναι να απαγκιστρωθείς από τις παλιές ιδέες που σου έχουν γίνει συνήθεια (PSolomos) |
    • δεν απαγκιστρώθηκε από την ετυμολογική μανία |
    • η σύγχρονη ποίηση έχει απαγκιστρωθεί από την ομοιοκαταληξία (Panagiotop) |
    • οι ηθοποιοί δεν είχαν εντελώς απαγκιστρωθεί από τους θεατρικούς εκφραστικούς τρόπους, για να προσαρμοσθούν στους κινηματογραφικούς (Thrylos) |
    • (στο θίασο των σκιών) ο Σταύρακας μιλάει, σκέφτεται και φέρεται μάγκικα, είναι με τα λόγια απειλητικός, μόλις όμως συναντήσει αντίσταση απαγκιστρώνεται τεχνηέντως (GIoannou)

[cpd of απ- & MG αγκιστρώνω ← K ἀγκιστρῶ, ἀγκιστροῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες