Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγκίστρωση η [apangístrosi] Ο33 : η ενέργεια του απαγκιστρώνω. 1. απαλλαγή από στενή εξάρτηση ή ανεπιθύμητη σχέση: ~ από τη συμμαχία. 2. (στρατ.) ελιγμός που γίνεται για να αποφευχθεί ο αποκλεισμός από τον εχθρό.
[λόγ. απαγκιστρω- (δες απαγκιστρώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγκίστρωση [αpaŋɟístrosi] η, (L)
- ① unhooking (syn ξαγκίστρωμα)
- ② fig, milit extrication, disengagement (syn L απεμπλοκή):
- με τρόπο αριστοτεχνικό είχε γίνει η ~ στην Aλβανία (Terzakis) |
- η ~ των Γερμανών θα είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση (Theotokas)
- ⓐ disengagement (in general), freeing:
- οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ~ της εθνικής οικονομίας από τα δεσμά του ξένου κεφαλαίου (Angelop) |
- η ~ της Γαλλίας από την Aτλαντική Συμμαχία (Papanoutsos) |
- εκδηλώθηκε η διάθεση για την κάποια ~ της Oρθόδοξης Eκκλησίας της Aμερικής από το Φανάρι (Palaiologos) |
- η ειδίκευση ευνοεί την προσήλωση σ' ένα τμήμα του συνόλου και την ολοκληρωτική ~ από το σύνολο (Panagiotop) |
- ολοκληρωτική ~ από το ατομικό συμφέρον ή τα συμφέροντα των φίλων και των φίλων των φίλων (id.)
[fr kath απαγκίστρωσις ← MG απαγκίστρωσις (actually απαγκιστρώσεις Schol. Gen. Il. 21.474)]



