Combined Search
| 5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαίδευτος, επίθ.
-
- 1) Άπειρος:
- απαίδευτος της μάχης (Xρον. Mορ. H 1062).
- 2) Aπειθάρχητος:
- απόλυσεν ο ρήγας την Tρίπολιν γλήγορα διά τον απαίδευτον λαόν (Mαχ. 1921).
- 3) (Προκ. για σκουλήκι) που δεν ταλαιπωρείται (προστατευμένο από το περίβλημά του):
- (Oρνεοσ. αγρ. 56926).
[αρχ. επίθ. απαίδευτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Άπειρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαίδευτος 1 -η -ο [apéδeftos] Ε5 : που δεν έχει μορφωθεί, που του λείπει η παιδεία, η μόρφωση, η καλλιέργεια.
[λόγ. < αρχ. ἀπαίδευτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαίδευτος 2 -η -ο : (προφ.) που δεν παιδεύτηκε, δε βασανίστηκε στη ζωή του.
[α- 1 παιδεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαίδευτος1 [apé∂eftos] ο, (L)
- uneducated or uncultured person (syn ο αμόρφωτος1 1, ο ακαλλιέργητος 2b):
- ο ~, ο άνθρωπος των κατώτερων κοινωνικών τάξεων συνηθίζει να εξωτερικεύει τις διαθέσεις του με πλήθος μιμικών τρόπων (Papanoutsos) |
- ο εντελώς ~ δεν είναι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος (Spalas) |
- τις απλούστερες απαιτήσεις των πολλών, των απαίδευτων και των ανεξέλικτων φροντίζει να τις ικανοποιεί η λαϊκή τέχνη (Charis) |
- ο ~ σκεπάζει τη γύμνια του με μια εμβρίθεια αναγουλιαστική (Chatzinis)
[substantiv. m of απαίδευτος2]
- uneducated or uncultured person (syn ο αμόρφωτος1 1, ο ακαλλιέργητος 2b):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαίδευτος2, -η, -ο [apé∂eftos]
- uneducated (syn ανεκπαίδευτος, ακαλλιέργητος2, αμόρφωτος2 2):
- ~ άνθρωπος, κόσμος, λαός |
- απαίδευτη κοινωνία, ψυχή |
- απαίδευτη τεχνοτροπία |
- απαίδευτο πλάσμα, πλήθος |
- ένα άπλαστο και απαίδευτο παιδί |
- τα απαίδευτα στρώματα της κοινωνίας |
- οι απαίδευτοι Aφγανοί νομάδες δεν θα γίνουν αφοσιωμένοι μαρξιστές |
- ο Π. έζησε πολλά χρόνια ανάμεσα στους απαίδευτους βοσκούς, απομονωμένος και ακοινώνητος (Sachinis)
- ⓐ lacking culture, uncultured, unrefined (syn ακαλλιέργητος, ant καλλιεργημένος):
- ~ αισθητικά |
- ο ~ αναγνώστης βλέπει στο βιβλίο μόνον ό,τι ερεθίζει τις αισθήσεις του |
- η λογοκρισία γίνονταν από ανίδεους και απαίδευτους στρατιωτικούς |
- το να μη μπορείς καθόλου να συγκρατήσεις το θυμό σου είναι απαίδευτο και ακόλαστο (Vrettakos) |
- ανάμεσα στους νωχελείς, απαίδευτους και αντιδραστικούς κληρικούς έζησαν και έδρασαν και άλλοι που έδωσαν μεγάλη ώθηση στα γράμματα (Vacalop)
- ⓑ untrained, unskilled, inexperienced (syn ανειδίκευτος, άπειρος, ατζαμής):
- σε φιλονικία επί ζωής μου δεν έλαχα, σε όπλα ή σίδερα είμαι ~ (Papantoniou) |
- οι ακοές, οι κάπως απαίδευτες σε ποικιλίες ρυθμών, παραξενεύονται με τους ρυθμούς του Kάλβου (Tsatsos)
[fr postmed (Somavera) απαίδευτος ← MG, K (also pap) ← AG]
- uneducated (syn ανεκπαίδευτος, ακαλλιέργητος2, αμόρφωτος2 2):



