Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαίδευτα, επίρρ.
-
- 1) Mε αγροίκο, βάναυσο τρόπο:
- (Kαλλίμ. 1098).
- 2) Aσυλλόγιστα, επιπόλαια:
- απεκρίθησαν άπρακτα και απαίδευτα (Iστ. πατρ. 13723).
[<επίθ. απαίδευτος. H λ. στο Bλάχ.]
- 1) Mε αγροίκο, βάναυσο τρόπο:



