Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαέρια [apaéria] τα, (L)
- polluted air, gas released by industry:
- το μαύρο σύννεφο των παγιδευμένων απαερίων επισκέπτεται συχνά τον ουρανό της Aθήνας |
- το σημερινό τραγικό σύμβολο της Aθήνας είναι το σύγνεφο των απαερίων
[fr kath απαέρια, pl of απαέριον, cpd of απ- and αέριον, resulting fr its cognate verb απαερίζω 'let gas free']
- polluted air, gas released by industry:



