Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απίθανο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
απίθανο [apíθano] το, gen απίθανου & rare απιθάνου, (L)
  • ① improbability, unlikelihood, implausibility (syn απιθανότητα, ant το πιθανό, πιθανότητα):
    • το ~ αυτής της περιπτώσεως μας κάνει να αισιοδοξούμε
  • ② sth improbable or implausible (near-syn το αδύνατο, το απίστευτο):
    • έπρεπε ο Δον Kιχώτης, ο κυνηγός του απιθάνου, να μετανοιώσει μόλις αντίκρυσε το θάνατο (Papantoniou) |
    • ο κόσμος της φαντασίας είναι η περιοχή του παραλόγου και του απίθανου (Mourelos, adapted) |
    • διακρίνεται μια προσπάθεια του συγγραφέα προς την περιγραφή του απίθανου και του παράδοξου (Sachinis)

[fr kath το απίθανον, substantiv. n of απίθανος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απιθανολογία [apiθanoloyía] η, (L)
  • talk of the improbable, idle theorizing (ant πιθανολογία):
    • θα σου καταλόγιζαν ~ αν για κάτι ανάλογο μιλούσες πριν από λίγα χρόνια στα προγνωστικά σου

[fr kath (neol Koumanoudis) απιθανολογία, cpd w. combin suff -λογία; cf πιθανολογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απίθανος -η -ο [apíθanos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί εύκολα να γίνει πιστευτός, που δεν είναι πιθανός, απίστευτος: Mου είπε μια απίθανη δικαιολογία. H εκδοχή που παρουσίασε ήταν πολύ απίθανη. || (απρόσ.): Είναι απίθανο να…, για κτ. που μάλλον δεν πρόκειται να γίνει: Είναι απίθανο να έρθει σήμερα. 2. λειτουργεί επιτατικά με θετική κυρίως, αλλά και με αρνητική σημασία, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής: Tι απίθανα πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο!, πολύ περίεργα. Έκανε απίθανους συνδυασμούς για να βρει τη λύση, πολλούς και δύσκολους. Tο βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε σ΄ έναν αριθμό απίθανο για την Ελλάδα, πολύ μεγάλο. Ύστερα απ΄ όλα αυτά δημιουργήθηκε μια απίθανη κατάσταση, μπερδεμένη και μάλλον δυσάρεστη. || (οικ.) πολύ ωραίος, καταπληκτικός, θαυμάσιος: Aπίθανη γυναίκα. Aπίθανο έργο. απίθανα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~ στην εκδρομή, καταπληκτικά, πολύ ωραία.

[λόγ. < αρχ. ἀπίθανος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίθανος, -η, -ο [apíθanos] (L)
  • ① improbable, unlikely (ant πιθανός):
    • αν κάπου (σε άλλους πλανήτες) υπάρχουν λογικά όντα, πράγμα απιθανότατο, δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν σ' επαφή μαζί μας (Panagiotop) |
    • μη σας φαίνεται απίθανο να ρίχνουν τουφεκιές μέσα στα χτήματα (Kokkinos) |
    • όσο πλησίαζαν στο χωριό, άκουαν τις πιο απίθανες διαδόσεις (TAthanasiadis) |
    • poem εύρισκα .. | την ιδέα του πολέμου απίθανη (Vrettakos)
  • ⓐ implausible, groundless (near-syn αβάσιμος, αστήρικτος):
    • πολύ απίθανο φαίνεται να προήλθαν οι αρματολοί από τους χριστιανούς τιμαριούχους (Vacalop) |
    • θα ήταν, αν όχι απίθανο, τουλάχιστον παράδοξο να δεχτούμε ότι το έργο κατασκευάστηκε σ' άλλο εργαστήριο (Tsitouridou) |
    • όλα όσα λέγει ο μύθος είναι απίθανα και απαράδεκτα για τη λογική (Theodorakop) |
    • δεν μπορεί να αποκλεισθεί η έστω απίθανη εκδοχή ότι ο Λεονάρντο ταξίδεψε στην Eγγύς Aνατολή (Kanellop)
  • ② strange, peculiar, bizarre, incongruous (near-syn αλλόκοτος 1, παράξενος):
    • ~ άνθρωπος |
    • ~ έρωτας, πίνακας |
    • απίθανη κατοικία, περιπέτεια, χώρα |
    • απίθανο πλάσμα, ζευγάρι |
    • απίθανο ερώτημα, θέαμα, ντοκουμέντο |
    • απίθανο γλωσσικό ιδίωμα |
    • απίθανα γεωμετρικά σχήματα |
    • φορούσε απίθανα ρούχα |
    • τρώει σε απίθανες ώρες |
    • δοκίμασε απίθανα επαγγέλματα |
    • πουλούσαν απίθανα βαθύχρωμα κατασκευάσματα από σουσάμι, μπομποτάλευρο, ύποπτα σιρόπια κλ (Theotokas) |
    • τι νόημα έχει αυτή η απίθανη επιστράτευση τόσων ηλικιών! (Petsalis) |
    • οι πιο απίθανοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω μας για να γίνουν απόστολοι του επαναστατικού πνεύματος (Melas)
  • ⓑ unexpected, surprising (syn απροσδόκητος, εκπληκτικός):
    • ~ άθλος, θρίαμβος, λυρισμός |
    • απίθανη δύναμη, εμφάνιση, εξέλιξη, μπόρα, σκληρότητα |
    • ο σοφέρ μου περνάει το αυτοκίνητο από απίθανα περάσματα (Ouranis) |
    • στα νερά της Σαμοθράκης οι ψαροντουφεκάδες θα βρούνε έναν απίθανο κόσμο της θάλασσας (Varelas) |
    • η σινική αυτοκρατορία άπλωσε την επιρροή της σε χώρους απίθανους (Panagiotop) |
    • χαίρεσαι τα εθνικά χρώματα στα ξένα λιμάνια, στα πιο μακρινά, στα πιο απίθανα (Palaiologos)
  • ③ hard to believe, incredible, inconceivable (syn απίστευτος 2):
    • απίθανο γεγονός, βιβλίο, παραμύθι |
    • απίθανη ιστορία |
    • απίθανη βιολογική ορμή |
    • απίθανο θράσος |
    • βομβαρδισμός ~ σε ένταση |
    • εμπειρίες απίθανες σε έκταση και πλούτο |
    • οι ψαράδες ανεβάζουν απάνου κάτι ψάρια σε απίθανο μέγεθος (Zappas) |
    • η κυβέρνηση χειρίστηκε το ζήτημα με απίθανη αδεξιότητα (Christidis) |
    • είδαμε έτσι τα πρώτα βήματα του απίθανου δρόμου που τραβάει για το διάστημα (Petsalis)
  • ⓒ imaginary, fantastic, unreal (syn φανταστικός, ant πραγματικός):
    • ~ παράδεισος |
    • απίθανη ευκολία, ομορφιά |
    • απίθανο βουνό, νησί, όνειρο, όραμα, ταξίδι |
    • λιβάδι μ' απίθανα χρώματα |
    • μαγικές και απίθανες σκηνές |
    • απίθανη ατμόσφαιρα ενός κόσμου τεχνητού |
    • στο χάος του βάθους οι εργάτες μοιάζουν πλάσματα απίθανα της κόλασης (Venezis) |
    • τα Xριστούγεννα σίμωναν, γεμάτα παιδάκια και απίθανους βοσκούς και αγγέλους (Panagiotop) |
    • η τέχνη μάς κάνει ν' απλώσομε την εσώτερη ύπαρξή μας σε τόπους μακρινούς ή και απίθανους ακόμη (Papanoutsos)

[fr kath απίθανος ← postmed (Somavera) ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απιθανότητα [apiθanótita] η, (L)
  • improbability, unlikelihood, implausibility (syn το απίθανο, ant πιθανότητα):
    • εξωφρενικές, λογικές απιθανότητες |
    • αντίφαση, όρια της απιθανότητας |
    • η θεωρία παρουσιάζει πολλές απιθανότητες |
    • τα υπερρεαλιστικά έργα έχουν τον εξωτισμό, τις απιθανότητες και την ασυναρτησία που έχουν οι οπτασίες (Papanoutsos) |
    • οι συγγραφείς προχωρούν στην πιο χοντρή φάρσα, στις πιο απίθανες απιθανότητες (Ploritis) |
    • το απροσδόκητο, η ~, ο παραλογισμός κατορθώνουν να γίνουν καθημερινότητα και αλήθεια (Chatzinis) |
    • η πλοκή του μυθιστορήματος γεμίζει με αφέλειες, απιθανότητες, αδεξιότητες κλ (Sachinis)

[fr kath απιθανότης ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες