Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απίθανα [apíθana] adv (L)
- ① improbably, implausibly:
- υποθέτω όχι εντελώς αυθαίρετα και ~, πως ένας φιλότεχνος περιόρισε το ενδιαφέρον του στη μελέτη του ποιητικού λόγου (Papatsonis, adapted)
- ② unexpectedly, surprisingly (syn απροσδόκητα):
- ήρθε ντυμένος ~ |
- πόσο ~ δένεται η δύναμη του ανθρώπου με τη δύναμη του θεού (Venezis) |
- έβγαλε κάτι ~ στριγγές για το μπόι του φωνές (Chourmouziadis)
- ③ incredibly, unbelievably, extremely (syn απίστευτα, αφάνταστα):
- ~ δυνατός, επιτήδειος, ξερός, ωραίος |
- ~ υψηλοί μισθοί, βαθιά φαράγγια, χαμηλό βιοτικό επίπεδο |
- οι πιστοί συγκεντρώνονται σε ~ μεγάλο αριθμό (Varelas) |
- όταν οι Pωμαίοι είδαν το είδωλο της Kλεοπάτρας, ξαφνιάσθηκαν ~ (Roussos) |
- το αφτί του, ~ γυμνασμένο, σύναζε θορύβους από το δρόμο (Terzakis) |
- poem .. θα δούμε | .. πόσο ~ κοντά μας | τρώνε οι κούληδες το ρύζι τους (MAlexiou)
[der of απίθανος; cf kath απιθάνως]
- ① improbably, implausibly: