Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απίδι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απίδι το [apíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο καρπός της απιδιάς· αχλάδι. ΦΡ (θα σου δείξω εγώ) πόσα απίδια βάζει / έχει ο σάκος*.

[μσν. απίδι(ν) < ελνστ. ἀπίδιον υποκορ. του αρχ. ἄπιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίδι [apí∂i] το,
  • ① the fruit of the pear tree, pear (syn αχλάδι):
    • γλυκό, ζουμερό, σάπιο ~ |
    • phr (θα σου δείξω or θα δούμε) πόσα απίδια βάνει (or παίρνει) ο σάκκος I'll show you what's what (syn τι εστί βερίκοκο) |
    • ώσπου να πεις ~very quickly (syn ώσπου να πεις κύμινο) |
    • έλα να με πετάξεις στη Zίτσα· να 'μαι εκεί ώσπου να πεις ~ (TAthanasiadis) |
    • prov το καλό ~ ο χοίρος το τρώει the good things are enjoyed by unworthy persons
  • ② fig female pudenda, cunt (syn μουνί)

[fr postmed απίδι ← MG (Assizes etc) απίδιν ← MG (6th c.) απίδιον, dimin of AG ἄπιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απιδιά η [apiδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η αχλαδιά.

[μσν. απιδιά < απιδία, απιδέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απίδ(ιν) -έα > -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
απιδιά [api∂já] η,
  • pear tree (syn αχλαδιά):
    • σ' όλον το χωραφόδρομο περνούσαν κάτω από απιδιές με χρυσούς ζουμερούς καρπούς (Myriv) |
    • poem προστάζει ο δοξαράς στης απιδιάς τον ήσκιο να τον θάψουν (Kazantz Od 15.999)

[fr postmed απιδιά ← MG απιδέα (8th-9th c.), der of MG απίδιν]

[Λεξικό Κριαρά]
απιδιάζω,
βλ. οπεγιάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
απίδιν το· απίδι· απίδιον· απίι.
  • 1) O καρπός της αχλαδιάς, το αχλάδι:
    • μήλα και απίδια (Aσσίζ. 4971).
  • 2) Έκφρ. του πόθου τ’ απίδι = η ερωτική απόλαυση:
    • (Φαλιέρ., Iστ. 422).

[<αρχ. ουσ. άπιον + κατάλ. –ίδι(ο)ν. O τ. ιον τον 6. αι. (L‑S, LBG). O τ. ι στο Meursius (η) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Απίδιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. απίδιν:
    • (Πωρικ. II 4).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες