Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέριττα [apérita] adv (L)
- without frills or superfluity, plainly, simply (near-syn απλά, λιτά):
- μια κυρία ~ κομψή, όμορφη |
- μου το έλεγε έτσι απλά, ~, σα να ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου (Terzakis) |
- δίνει ~ τον ιλαροτραγικό χαρακτήρα της ιστορικής νύχτας (Athanas) |
- στο μυθιστόρημα περιγράφεται γλυκά, ~ και ανεπιτήδευτα ο πόνος (Sachinis)
[der of απέριττος]
- without frills or superfluity, plainly, simply (near-syn απλά, λιτά):



