Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απέραστος, επίθ.
-
- 1) (Mεταφ.) ανυπέρβλητος, άφθαστος:
- τσ’ απέραστες εκείνες τις ψυχές σας (Πιστ. βοσκ. V 6, 391).
- 2) Που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, αδιάβατος:
- ποτάμι απέραστον (Διήγ. Aλ. G 28527).
[μτγν. επίθ. απέραστος. H λ. και σήμ.]
- 1) (Mεταφ.) ανυπέρβλητος, άφθαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απέραστος -η -ο [apérastos] Ε5 : (οικ.) 1α. που δεν τον έχουν περάσει ή δεν μπορούν να τον περάσουν: Aπέραστη κλωστή, που δεν την πέρασαν σε βελόνα. Aπέραστη βελόνα, που δεν της πέρασαν κλωστή. || Έχει απέραστη την ιλαρά, δεν έχει αρρωστήσει από ιλαρά. β. αδιάβατος ή αδιαπέραστος: ~ δρόμος. Aπέραστο ποτάμι. Ο μουσαμάς είναι ~ από τη βροχή. 2. που δεν τον έχουν καταχωρίσει: Tα έξοδα του μήνα είναι ακόμα απέραστα.
[α- 1 περασ- (περνώ) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀπέραστος `αξεπέραστος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέραστος, -η, -ο [apérastos] (& rare region. απέραγος & απέρναγος)
- ① not passed (through), not traversed (ant περασμένος):
- κλωστή απέραστη από το στημόνι |
- έχουμε πολύ να περπατήσουμε, ο περισσότερος δρόμος είναι ακόμη ~
- ⓐ not having been gone through, not experienced (ant περασμένος):
- ~ πόνος, απέραστες συμφορές |
- δεν τέλειωσαν ακόμη οι νηστείες, η Σαρακοστή είναι απέραστη |
- έχει περάσει όλες τις παιδικές αρρώστιες, μόνο η ανεμοβλογιά τού έμεινε απέραστη
- ⓑ not passed through water, unrinsed (syn αξέβγαλτος 1, αξέπλυτος):
- παράτησε τα ρούχα απέραστα
- ② which cannot be passed or crossed, unfordable, impassable (syn αδιάβατος 1):
- ~ βάλτος, απέραστες χαράδρες |
- η λεωφόρος έγινε απέραστη από τις λάσπες |
- η θάλασσα χυνότανε μέσα στη λιμνοθάλασσα και πάλι το στενό ήταν απέραστο με στεγνά πόδια (MGeorgiou) |
- πιότερο θ' αγριεύει η θάλασσα κι απέραστο το κύμα θα γίνεται (Papatsonis) |
- folks. ανάθεμά σε, Mπουγδανιά, με τα ποτάμια που 'χεις· | έχεις ποτάμι' απέραγα, βουνά κατακλεισμένα (Passow) |
- poem μα χάσκει ~ γκρεμός .. | η φτώχει' ανάμεσό μας (Palam)
- ⓒ impenetrable, impassable (syn αδιάβατος 2, αδιαπέραστος 1):
- ~ τοίχος, απέραστο δάσος |
- απέραστο σκοτάδι |
- ο ουρανός εσκέπασε τα φεγγοβόλα ειδίσματά του σε απέραστα σύννεφα (Gryparis) |
- πολλές θρησκείες έστησαν απέραστα εμπόδια στη φιλοσοφία (Theodoridis) |
- poem ρόδα κοιμούνται κι άυλα γιασεμιά | στο φράχτη τον απέραστο αντικρύ μου (Panagiotop)
- ⓓ impermeable to water, waterproof (syn αδιάβροχος 1):
- το τσαντίρι ήταν γερό, οι μουσαμαδιές του απέραστες (Lountemis)
- ③ not having been entered, not inserted, registered or recorded in the appropriate record or book (syn ακαταχώριστος 1, ant περασμένος):
- ~ λογαριασμός |
- απέραστα κονδύλια, πρακτικά |
- άφησες απέραστες τις χτεσινές εισπράξεις
- ④ act. not having walked through (ant περασμένος):
- είμαστε απέραστοι απ' αυτά τα μέρη |
- poem στο παραμύθι της ζωής σου | ο ~ εγώ περνώ (Melachrinos)
- ⓔ not having run its course, not having passed:
- ο πυρετός του παιδιού είναι ακόμη ~
[fr postmed απέραστος ← MG (13th c.) ← K]
- ① not passed (through), not traversed (ant περασμένος):



