Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέραντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απέραντα [apéranda] adv (L)
  • ① infinitely, boundlessly (syn άπειρα 1):
    • εντάσσει το άτομο μέσα σε μιαν ~ μακρά σειρά μορφών προγενέστερων και ατελέστερων (Papanoutsos) |
    • ο χώρος της ψυχής πλάταινε ~ για να γιομίσει με την ασύγκριτη ευδαιμονία (Zitsaia) |
    • poem .. η νύχτα λάμπει ~ απλωμένη (Sikel)
  • ② immensely, extremely, greatly (syn άπειρα 2):
    • ~γλυκός, θλιμμένος, καλός, φιλόδοξος |
    • δεν νοιώθεις πόσο ~ γελοίος είσαι; (Karagatsis) |
    • poem ξέρω πως έχω ~ χαρεί | τη νύχτα, το φεγγάρι και τ' αστέρια (Myrtiotissa)

[der of απέραντος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες