Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απένταρος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απένταρος -η -ο [apéndaros] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει καθόλου χρήματα· αδέκαρος, άφραγκος: Είμαι / έμεινα ~.

[α- 1 πεντάρ(α) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απένταρος1 [apéndaros] ο,
  • penniless person:
    • επλάκωσαν ολ' οι απένταροι της Aθήνας και κοιτάν να μας γδάρουν ως το κόκκαλο (Karkavitsas, adapted) |
    • ήταν απάνω σ' ένα μικρό λόφο και περίμενε τους ρομαντικούς και τους απένταρους (Charis)

[substantiv. m of απένταρος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απένταρος2, -η, -ο [apéndaros]
  • penniless, broke, busted (syn αδέκαρος):
    • απένταρη γυναίκα, νύφη |
    • έχει μείνει ~ he is dead broke (syn phr είναι πανί με πανί) |
    • είχε ποτέ του δύναμη ένας φτωχός, ~ απόγονος προγόνου δοξασμένου; (Psathas) |
    • εσύ θα κάνεις το τραπέζι· έλα κ' είμαστε απένταροι (Tsirkas) |
    • βρέθηκε πάλι στους δρόμους ~, με μεγάλη οικογένεια στη ράχη του (ChZalokostas) |
    • rembetiko κ' ένας ~ μπεκρής έξω απ' το ταβερνάκι | συλλογισμένος κάθεται στο χαμηλό πορτάκι (IPetrop)

[cpd w. πεντάρα; cf αδέκαρος (: δεκάρα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες