Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απέλαση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απέλαση η [apélasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απελαύνω, η απομάκρυνση αλλοδαπού από μια χώρα, επειδή κρίθηκε επικίνδυνος για την ασφάλειά της: Aποφασίστηκε η ~ των ξένων που συνελήφθηκαν για ναρκωτικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπέλα(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απέλαση [apélasi] η, pl απελάσεις (L)
  • expulsion, deportation, banishment (near-syn εκδίωξη):
    • ~ αλλοδαπών, διπλωματών, λαθραίων μεταναστών |
    • απελάσεις σε μεγάλη κλίμακα |
    • κοινό χαρακτηριστικό της ολιγαρχίας και της τυραννίας είναι η κακομεταχείριση του πλήθους και η ~ και διασπορά του (Ploritis) |
    • αποκλείεται τη διαταγή της απέλασης να την έδωσε ο Iσμαήλ; (Tsirkas)

[fr kath απέλασις ← K & PatrG; cf AG ἔλασις (: ἐλαύνω), ἐξ-, ἐπ-, παρέλασις etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go