Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέκκριση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απέκκριση η [apékrisi] Ο33 : (φυσιολ.) λειτουργία κατά την οποία αποβάλλονται από τον οργανισμό διάφορες ουσίες μέσο ειδικών οργάνων.

[λόγ. απεκκρι- (απεκκρίνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απέκκριση [apékrisi] η, (L) physiol etc
  • excretion (syn έκκριση):
    • ~ του ιδρώτα, των ούρων από τον οργανισμό |
    • σε μερικές ασθένειες η ~ της αντιτοξίνης γίνεται ευθύς μετά την ίαση (Katsigra) |
    • το δέρμα είναι όργανο απεκκρίσεως, καθαρισμού δηλαδή του αίματος, συμπληρωματικό νεφρών και ήπατος (id.)

[fr kath (neol Koumanoudis) απέκκρισις, der of kath απεκκρίνω ← PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες