Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέ
489 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
απέ, πρόθ. — επίρρ.,
βλ. από (I) και (II).
[Λεξικό Γεωργακά]
απέ [apé] adv (& usu κι απέ)
  • ① afterwards, subsequently (syn απέκει 2, έπειτα, κατόπιν, μετά, ύστερα):
    • το καράβι, αγάλι αγάλι στην αρχή, ~ με φόρα κατεβαίνοντας, χτυπάει τη θάλασσα κλ (Vlami) |
    • κάποιο βαπόρι θα έβγαινε από το λιμάνι κι ~ θα μίκραινε και θα χανόταν (Lazaridis) |
    • έλα πρώτα να σε φιλέψω ένα ποτήρι νερό κι ~ βλέπουμε (Manglis) |
    • folks. να μασώ τα μπουλούκια μου κι όλο τον ταϊφά μου, | κι ~ ν' ακούσεις πόλεμο και κλέφτικο τουφέκι (Passow) |
    • poem και πρώτα γέλασε παράταιρα κι ~ μιλεί και κρένει (Homer Od 18.163 Kaz-Kakr)
  • ② in interr. sentences, κι ~; well?, and?, so what? (syn και τι μ' αυτό; or ε, και;):
    • "πέθανε ο πατέρας του" "κι ~; γέρος ήτανε " |
    • "το παιδί του πεθαίνει" "κι ~; θα κάνει άλλο παιδί"
  • ③ used as conj after all (syn εξάλλου):
    • ο Γιάννακας τη λάτρευε τη δυχατέρα του, κι ~εκείνος είναι που έφταιξε (Vlami) |
    • μια και δεν χόρτασα τον άντρα, ξέμαθα και να τον πεθυμάω ..· κι ~ είχα άλλες έγνοιες, καινούργιες λαχτάρες (Karagatsis)

[fr postmed, MG απέ, perh der fr MG & ModG απέκει, this in turn fr MG & ModG απεκεί in both local & temporal sense. The possibility of MG & ModG adv απέ fr prep απέ (= από) exists; cf syn adv μετά (fr μετά ταύτα)]

[Λεξικό Κριαρά]
απεβγαίνω,
βλ. αποβγαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
απεβγάνω,
βλ. αποβγάνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
απεβίωσε [apevíose] 3sg, απεβίωσαν 3pl, (subj αποβιώσει, αποβιώσουν), aor (L)
  • ceased to live, died, expired (syn πέθανε, syn phr παρέδωσε το πνεύμα L, D τα τίναξε):
    • η σύζυγός του ~ ύστερα από βαριά αρρώστια |
    • όταν αποβιώσει ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη μίσθωση (Christidis AK)

[fr kath απεβίωσε ← K (also pap) ἀπεβίωσε, new form for pap ἀπεβιώσατο (6th c. AD) for ἀπεβίω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεγκλωβίζω [apeŋglovízo] -ομαι Ρ2.1 : ελευθερώνω κπ. που είχε εγκλωβιστεί: Aπεγκλωβίστηκαν από το ασανσέρ / από τα ερείπια.

[λόγ. απ(ο)- εγκλωβίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεγκλωβισμός ο [apeŋglovizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεγκλωβίζω.

[λόγ. απεγκλωβισ- (απεγκλωβίζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεγνωσμένα [apeγnozména] adv (&
  • Panagiotop απογνωσμένα) (L)
  • ① desperately (syn phr με απόγνωση):
    • αγωνίζομαι, μάχομαι, παλεύω, προσπαθώ ~ |
    • οχτακόσιες κοπέλες ήθελαν ~ αυτό το ρόλο |
    • εργάστηκαν ~ για να σταματήσουν τον πόλεμο |
    • λίγες ομάδες αντιστέκονται ~ σε συνδυασμένες επιθέσεις κομμουνιστών (ChZalokostas) |
    • ~, πεισματάρικα, απόκρυβε τον παιδεμό που κυκλοδρομούσε μέσα του (Foteinos) |
    • σπρώχναμε ~ τη θάλασσα κατά τη πρύμη με τ' αδύναμα μπράτσα μας (Zappas, adapted)
  • ⓐ despairingly, despondently (syn απέλπιδα, απελπισμένα):
    • τα ουρλιάσματα του μεγαφώνου είναι η σπαρακτική κραυγή της ελληνικής νεότητας που σκούζει ~ για ν' ακουστεί (Psathas) |
    • "θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;" κραύγασε στερνά ~ (Thrylos)
  • ② agonizingly, anxiously (syn in αγωνιωδώς):
    • κυνήγησαν τους κακοποιούς καλώντας ~ με φωνές την αστυνομία |
    • ζητάμε ~ τρόπους για να ξεφύγουμε από την καθημερινή ζωή μας |
    • όταν βρίσκεται μακριά της, την καλεί κοντά του ~ (Chatzinis) |
    • ο άνθρωπος δαγκάνει ~ την ελπίδα (Spandonidis) |
    • αναζητούμε ~ το στέρεο έδαφος, το αντιστύλι (Panagiotop)
  • ⓑ urgently, compellingly (near-syn αναγκαστικά, απαραίτητα 2):
    • χρειάζεται ~ στρατιωτική βοήθεια
  • ③ frantically, wildly, feverishly (near-syn μανιασμένα):
    • τα τηλέφωνα του γραφείου του κτυπούσαν ~ |
    • οι αγωγιάτες ξυλοκοπούσαν ~ τα γαϊδουράκια (Melas) |
    • όλη η παρδαλή μάζα κινείται ~, βγάζει άναρθρες κραυγές κλ (Chatzinis) |
    • πήγαιναν κ' έρχονταν τραγουδώντας εθνικά άσματα και ζητωκραυγάζωντας ~ (Koufop)

[der of απεγνωσμένος; cf kath απεγνωσμένως]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεγνωσμένο [apeγnozméno] το, (& απογνωσμένο) (L)
  • sth desperate or hopeless:
    • αίμα σπάταλα χυμένο για τα πιο χαμένα, τα πιο επώδυνα, τα πιο απογνωσμένα (RApostolidis)

[substantiv. n of απεγνωσμένος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεγνωσμένος -η -ο [apeγnozménos] Ε3 : για ενέργεια που γίνεται, συνήθ. χωρίς ελπίδα επιτυχίας, από κπ. που βρίσκεται σε απόγνωση: Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες. ~ αγώνας. H αντίστασή τους ήταν απεγνωσμένη. απεγνωσμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεγνωσμένος μππ. του αρχ. ἀπογιγνώσκω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες