Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάχης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάχης ο [apáxis] Ο11 θηλ. απάχισσα [apáxisa] Ο27 : ονομασία κακοποιών ή περιθωριακών τύπων των μεγάλων πόλεων στις αρχές του αιώνα: Xορός των απάχηδων. Οι απάχηδες των Aθηνών.

[λόγ. < γαλλ. apach(e) -ης (< όν. φυλής Ινδιάνων της Β. Aμερικής) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. απάχ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάχης [apá is] ο, pl απάχηδες
  • member of a gang or class of criminals in Paris, apache:
    • ντύθηκα ~ τις απόκριες |
    • μέσα στο μισόφωτο ένα ζευγάρι απάχηδες χορεύει τη ζήλεια και τον έρωτα (KPolitis)
  • ⓐ hooligan, rough, ruffian, tough (syn κακοποιός, γκάγκστερ):
    • η φροϊλάιν ήταν κράχτισσα απάχηδων και με είχε οδηγήσει στη φωλιά τους (Athanasiadis-N) |
    • θα δούλευα για να μείνει στη Bιέννη μας αυτός ο φωνακλάς, αυτός ο ~ (sc A. Hitler; Tsirkas)

[fr Fr apache 'id.' & 'Apache' ← Span 'Apache (Indian)' ← Zuni apachu 'enemy']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες