Combined Search
| 6 items total [1 - 6] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάνου [apánu] & πάνου [pánu] επίρρ. : (λαϊκότρ.) επάνω.
[μσν. απάνου < απάνω με αλλ. -ω > -ου αναλ. προς τα πού, κάπου· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- απάνου, επίρρ.,
- βλ. επάνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάνου s. απάνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάνουθε s. απάνωθε.
[Λεξικό Κριαρά]
- απανουθιό, επίρρ.,
- βλ. επανωθιό.
[Λεξικό Κριαρά]
- απανούργευτος, επίθ.
-
- Που δεν είναι πανούργος, ειλικρινής:
- (Iστ. Hπείρ. IX5).
[<στερ. α‑ + πανουργεύομαι. H λ. τον 4. αι.]
- Που δεν είναι πανούργος, ειλικρινής:



