Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάνθρωπα [apánθropa] adv
- ① inhumanly, cruelly, savagely (near-syn άγρια 1, άσπλαχνα, σκληρά, ant ανθρωπινά):
- ταλαιπωρείται ~ |
- του φέρεται, τον βασάνισαν, τον σκότωσαν ~ |
- οι βασιλιάδες εδώ χαμογελούν ~ (Kazantz)
- ② unhumanly (ant ανθρώπινα 2, ανθρωπινά 3):
- δουλεύει ~ και υπεράνθρωπα |
- είναι ένα πράμα ~ αφύσικο να κοιμάσαι βαθιά και όμως να περπατάς φορτωμένος με το ντουφέκι (Myriv)
[fr postmed (Somavera) απάνθρωπα, der of απάνθρωπος; cf kath απανθρώπως ← MG, PatrG, K]
- ① inhumanly, cruelly, savagely (near-syn άγρια 1, άσπλαχνα, σκληρά, ant ανθρωπινά):



