Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάνεμο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απάνεμο το.
  • Tόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο:
    • (Πανώρ. E´ 393).

[ουδ. του επιθ. απάνεμος ως ουσ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάνεμο [apánemo] το,
  • ① place sheltered fr wind, lee (syn in απανέμι):
    • τότες μετάθεσε το σμάρι σ' ένα μελισσοκόφινο και το 'βαλε στο ~ κλ (Prevelakis) |
    • τώρα, χειμώνας καιρός, κατεβαίνουν εδώ, στα χειμαδιά, στ' απάνεμα, να φυλαχτούνε (Petsalis) |
    • πίσω από 'να μικρό και έρημο ακρωτήρι είναι τραβηγμένο στ' ~ ένα τρεχαντήρι (Kondylakis)
  • ② lack of wind, windlessness, calm (syn in απανεμιά 1):
    • πέσαμε στ' ~ κ' η τρεχαντήρα έστριψε σα να 'νοιωσε τα δύσκολα (Vlachogiannis) |
    • poem και το μεγάλο ~ στο δειλινό | δεν ήτανε σα χέρι αδερφικό | όπου απιθώνεται στον ώμο σιωπηλά; (Sikel)

[substantiv. n of απάνεμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάνεμος -η -ο [apánemos] Ε5 : για τόπο που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία: Aπάνεμο ακρογιάλι / λιμάνι. Στήσαμε τη σκηνή σε μέρος απάνεμο. Bρήκαμε μια απάνεμη γωνιά. απάνεμα ΕΠIΡΡ: Έλα να κάτσουμε εδώ που είναι ~.

[ελνστ. ἀπήνεμος με εισαγωγή του κανονικού τ. της λ. άνεμος < αρχ. ὑπήνεμος (παρετυμ. ἀπο-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάνεμος, -η, -ο [apánemos]
  • ① sheltered fr wind, leeward (syn L υπήνεμος, ant ανεμοδαρμένος):
    • ~ γιαλός, δρόμος, κόρφος, όρμος |
    • απάνεμη αμμουδιά, γωνιά, κόχη, στέγη |
    • απάνεμο ακρογιάλι, αποκούμπι, λιμάνι, χωριό |
    • ανέβηκε εδώ πάνω στην απάνεμη αυτή κοιλάδα (Nakou) |
    • τα σπίτια χωρίζονται σε κάμαρες μεγάλες και ευάερες για το καλοκαίρι και σε μικρές απάνεμες για το χειμώνα (Athanasiadis-N) |
    • το τάγμα είχε ζαρώσει στην απάνεμη πλαγιά (ChZalokostas) |
    • poem .. στο ποτάμι μέσα λούστε τον, σε μιαν απάνεμη άκρη (Homer Od 6.210 Kaz-Kakr)
  • ② windless, still, calm (near-syn ήσυχος):
    • απάνεμο βράδυ, πρωί, σκοτάδι |
    • ο καιρός ήταν γλυκός κι ~ |
    • όλα τ' αστέρια τ' ουρανού κοιτάζαν τ' απάνεμα νερά (Panagiotop) |
    • ήρθε ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες (KChatzop) |
    • poem πήρε ο βοριάς και καταλάγιασε, και χύθηκε γαλήνη | απάνεμη (Homer Od 5.392 Kaz-Kakr)

[fr MG απάνεμος ← K, AG Ξπήνεμος; form απά- perh by anal. of syn απάγκειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες