Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάνεμα [apánema] adv
- in a place sheltered fr wind, leeward (syn υπήνεμα L, σταβέντο):
- άραξε ~ |
- ήρθε κάπως ~ στη σκέπη της στεριάς (Bastias) |
- poem μιλώντας να μας εύρει το πρωί, | για σε κονάκι, ~, για στο σκεβρό πατάρι (Malakasis)
[der of απάνεμος]
- in a place sheltered fr wind, leeward (syn υπήνεμα L, σταβέντο):



