Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απάνεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απάνεμα [apánema] adv
  • in a place sheltered fr wind, leeward (syn υπήνεμα L, σταβέντο):
    • άραξε ~ |
    • ήρθε κάπως ~ στη σκέπη της στεριάς (Bastias) |
    • poem μιλώντας να μας εύρει το πρωί, | για σε κονάκι, ~, για στο σκεβρό πατάρι (Malakasis)

[der of απάνεμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες