Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απάλη
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
απάλη η,
βλ. πάλη.
[Λεξικό Γεωργακά]
άπαλη [ápali] η, (απάλη & απαλή) region. (Maced,
  • Sterea, Pelop, Crete) type of soft white cheese

[substantiv. f of απαλός, perh for απαλή μυζήθρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλήθεια [apalíθja] adv
  • truly, really, indeed (syn phr στ' αλήθεια):
    • phr στ' ~, e.g. κι άλλες φορές, στ' ~, δεν είναι ούτε παιγνιδάκι, ούτε που φύσηξε ο αέρας το λαδολύχναρο πάνου απ' την κουκέτα (Plaskovitis)
  • ⓐ phr αλήθεια κι ~ for heaven's sake (s. η αλήθεια 1):
    • πήγαινε αποδώ, παλιοτραμπούκο, αλήθεια κι ~ (GIoannou)

[cpd fr K (NT) phr ἐπ' ἀληθείας 'truly']

[Λεξικό Κριαρά]
απαληθινά, επίρρ.· απαρθενά· απαρθινά.
  • Aληθινά, πραγματικά:
    • Τούτο το λέγει απαρθινά (Kατζ. B´ 11
    • Έν’ τον … απαληθινά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1300]).

[<επίθ. απαληθινός. O τ. απαρθινά στο Bλάχ. (αυτ. και τ. απαλθ‑) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και άλλοι τ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 210). H λ. στο Du Cange]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαληθινά [apaliθiná] adv, region. & lit (ŋlami)
  • truly, really, indeed (syn αληθινά, αλήθεια, phr στ' αλήθεια):
    • είχαν γλεντοκοπήσει με την ψυχή τους ~ (Vlami) |
    • παλουκοκάφτης ήταν ~ ο Mάρτης ετούτη τη χρονιά κι όχι ανοιξιάτης (id.)

[fr postmed, MG απαληθινά, this der of MG απαληθινός ← MG επαληθινός]

[Λεξικό Κριαρά]
απαληθινός, επίθ.· απαρθενός· απαρθινός.
  • Aληθινός, πραγματικός:
    • τα ψεγάδια … τ’ απαρθενά (Πιστ. βοσκ. I 5, 101).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = αλήθεια:
    • (Eρωτόκρ. E´ 1380).

[<επίθ. *επαληθινός <αρχ. έκφρ. επ’ αληθείᾳ. Η λ. και οι τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 210)]

[Λεξικό Κριαρά]
απαλησμονώ,
βλ. απολησμονώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go