Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάδει [apáδi] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) δεν ταιριάζει. ANT συνάδει: H συμπεριφορά του ~ προς την ιδιότητα του δικαστή.
[λόγ. γ' εν. < αρχ. ἀπᾴδω `τραγουδάω παράφωνα, δεν ταιριάζω΄ κατά τη σημ. της ελνστ. μεε. ἀπᾷδον `αταίριαστο΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάδει [apá∂i] 3sg, απάδουν spl (L)
- ① is out of tune w., is not in keeping w., is incompatible to (ant L συνάδει):
- το είδος αυτό της μελωδίας ~ στο χαρούμενο φυσικό περιβάλλον (Samouilidis)
- ② fig is not in keeping w., is discordant or incongruous w., is unbefitting (syn αντιβαίνει, ant αρμόζει, ταιριάζει):
- η συμπεριφορά του ανωτάτου υπαλλήλου ~ στην ηθική, στο αξίωμά του |
- η διαγωγή αυτή ~ προς τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς |
- το να χρηματίζονται οι εκπαιδευτικοί ~ τελείως προς το πνεύμα του επαγγέλματος και προς την αξιοπρέπεια του εκπαιδευτικού (KPapa, adapted)
[fr kath απάδει ← K, PatrG ← AG]
- ① is out of tune w., is not in keeping w., is incompatible to (ant L συνάδει):
[Λεξικό Κριαρά]
- απάδεια η.
-
- Άδεια:
- να έχει απάδειαν κι εξουσίαν (ενν. ο κυβερνήτης) να κυβερνά τους πάντας (Xρον. Mορ. H 7834).
[<πρόθ. από + ουσ. άδεια. H λ. στο LBG]
- Άδεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- απαδειάζω.
-
- Aδειάζω εντελώς:
- το καράβι … απαδειάσανε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3748).
[<πρόθ. από + αδειάζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aδειάζω εντελώς:



