Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάγκεια [apáɟia] adv (sp. also απάγκια & απάγγια)
- leeward (syn σε απάνεμο μέρος)
[der of απάγκειος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγκειάζω [αpaɟjázo] aor απάγκειασα (subj απαγκειάσω), ppp απαγκειασμένος region.
- ① intr become calm, mild:
- απαγκειάζει ο αέρας
- ⓐ be leeward (syn απανεμίζω):
- το μέρος εδώ απαγκειάζει is protected fr winds or rain (syn είναι υπήνεμο)
- ⓑ impers απαγκειάζει it is protected, there is shelter:
- εκεί στο βράχο απαγκειάζει (syn είναι απάγκειο)
- ② trans protect fr inclement weather, wind, rain etc:
- τούτος ο τοίχος απαγκειάζει την αυλή
- ③ intr take refuge or shelter, protect o.s. fr inclement weather (syn προφυλάσσομαι από τον άνεμο κλ, κάθομαι σε μέρος απάνεμο):
- απάγκειασα από τη βροχή |
- απαγκειάσαμε κάπου, σ' έναν τοίχο, σε μια σπηλιά, κάτω από ένα δέντρο |
- ένα καΐκι είχε απαγκειάσει πέρα από τις Kάβο-Kολόνες |
- το καράβι απάγκειασε σε μια προκυμαία καλοστρωμένη |
- καθίσανε μέσα σ' ένα παράσπιτο ν' απαγκειάσουν από το κρύο (Prevelakis) |
- οι ψαράδες έρχουνται πότε πότε ν' απαγκειάσουν σε τούτα τα μέρη με τις τράτες τους (Venezis) |
- τα ελαφρά τμήματα αποτραβήχτηκαν για ν' απαγκειάσουν χαμηλότερα στις πλαγιές (Panagiotop) |
- μια κοσμοσύναξη δεν είχε πού ν' απαγκειάσει (id.) |
- poem απ' το βοριά για ν' απαγκειάζουνε κοιμούνταν κάτωθέ του (sc του βράχου) (Homer Od 14.533 Kaz-Kakr)
[cpd w. αγκειάζω (Crete), der of άγκειος 'protected fr rain and wind' (ib); s. IΛ s. ἀγκειάζω]
- ① intr become calm, mild:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάγκειασμα [αpáŋɟazma] το,
- ① naut lee, leeward (syn απάγκειο 1, νηνεμία)
- ② place protected fr inclement weather, shelter (syn απάγκειο μέρος, απάγκειος τόπος, απάγκειο):
- μια καλύβα για ~ |
- κάτω από το πεύκο του με μόνο ~ και καταφυγή δύο τετραγωνικά μέτρα λινάτσα (Melas) |
- poem .. άλαλα τα χείλη | των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής | και την ασφάλεια, το ~ της νηνεμίας (Papatsonis)
[der of απαγκειάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγκειασμένος, -η, -ο [αpaŋɟazménos]
- protected fr inclement weather, sheltered:
- της έφραξε το κύμα και τον αγέρα και έτσι σαν το κλωσσόπουλο κάτου από τα φτερά της μάνας, απαγκειασμένη και προστατεμένη η φελούκα στην απανεμιά του καραβιού .. τη συνόδεψε ίσαμε την καρυστινή στεριά (Zappas)
[ppp of απαγκειάζω]
- protected fr inclement weather, sheltered:



