Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αουτο%
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αουτονταφέ [autodafέ] το,
  • burning of heretical writings or execution of condemned heretics by burning, auto-da-fé:
    • ο Iσπανός θα ξεκινήσει να ιδεί ~ (Papantoniou) |
    • ένας άνθρωπος ήσυχος, που δεν είναι Iσπανός του πάθους θα παρακολουθήσει ατάραχος το ~ (id., adapted) |
    • στα 1680 κάηκαν σ' ένα ~ της Mαδρίτης είκοσι κ' ένας κατάδικοι (id.) |
    • ο αντικληρικαλισμός τους τους παρασύρει, ώστε να συμπεριλάβουν ολόκληρο το έργο του Kλωντέλ στο ~, που έστησαν για την ικανοποίηση της αποξεραμένης τους μονομέρειας (Papatsonis)

[fr Span ← Portugu auto da fὐ 'act of the faith']

[Λεξικό Κριαρά]
αουτόρες ο.
  • Συγγραφέας:
    • (Στάθ. Γ´ 208).

[<ιταλ. autore]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go