Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αορτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αορτικός -ή -ό [aortikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αορτή: Aορτικό τόξο.

[λόγ. < γαλλ. aortique < aort(e) < αρχ. ἀορτ(ή) -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αορτικός, -ή, -ό [aortikós] (L) anat
  • of the aorta, aortic:
    • ~ κόλπος aortic sinus |
    • αορτικό τόξο arch of the aorta |
    • αορτικό τρήμα aortic opening |
    • αορτικό ανεύρυσμα aortic aneurysm

[fr kath (neol Koumanoudis) αορτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go