Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αορτήρας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αορτήρας ο [aortíras] Ο2 : λουρί που κρέμεται από τον ώμο και συγκρατεί διάφορα είδη οπλισμού ή κυνηγιού: Ο ~ του όπλου.

[λόγ. < αρχ. ἀορτήρ, αιτ. -ῆρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αορτήρας [aortíras] ο, (& kath αορτήρ) (L)
  • shoulder-belt, strap, bandolier (syn λουρί):
    • ~ σπάθης sword belt, sword knot |
    • ~ όπλου (τυφεκίου) gun sling, rifle sling |
    • ~ κοντακίου butt swivel |
    • ~ αλεξιπτώτου parachute shoulder strap |
    • από τον ώμο του κατέβαινε .. ο χρυσός ~ του ξίφους του (MNikolaidis)

[fr kath αορτήρ ← AG (Homer) ἀορτήρ (: ἀείρω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go