Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αορτή
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αορτή η [aortí] Ο29 : (ανατ.) η αρτηρία που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς: Θωρακική / κοιλιακή ~. Aνεύρυσμα / στένωση της αορτής.

[λόγ. < αρχ. ἀορτή]

[Λεξικό Γεωργακά]
αορτή [aortí] η, (L) anat
  • aorta:
    • όσο ο μαρκονιστής διάβαζε, ο Γιάννης ένοιωθε κάτι παράξενο να γίνεται μέσα του· μια λιγωμάρα ευδαιμονίας ξεκίνησε απ' το στομάχι, πλημμύρισε τον οισοφάγο, ξεχύθηκε στην ~ και σταμάτησε τους παλμούς της καρδιάς (Karagatsis) |
    • τα μάτια του γυρνούν και κοιτούν το κεφαλάκι της .. και νοιώθει κάποιο αόρατο χέρι να του τυραννάει την ~ (id.) |
    • poem του νερού η αόρατη ~ που πάλλει | και γι' αυτό ζωντανή κρατά η γαρδένια (Elytis)

[fr kath αορτή ← K (also pap, 3rd c. BC), AG ἀορτή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αορτήρας ο [aortíras] Ο2 : λουρί που κρέμεται από τον ώμο και συγκρατεί διάφορα είδη οπλισμού ή κυνηγιού: Ο ~ του όπλου.

[λόγ. < αρχ. ἀορτήρ, αιτ. -ῆρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αορτήρας [aortíras] ο, (& kath αορτήρ) (L)
  • shoulder-belt, strap, bandolier (syn λουρί):
    • ~ σπάθης sword belt, sword knot |
    • ~ όπλου (τυφεκίου) gun sling, rifle sling |
    • ~ κοντακίου butt swivel |
    • ~ αλεξιπτώτου parachute shoulder strap |
    • από τον ώμο του κατέβαινε .. ο χρυσός ~ του ξίφους του (MNikolaidis)

[fr kath αορτήρ ← AG (Homer) ἀορτήρ (: ἀείρω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αορτηριούχος [aortiriúxos] ο, (L) milit
  • swivel

[fr kath αορτηρούχος (neol Koumanoudis) by anal. of cpds in -ιούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες